
Πληκτρολογήστε τις λέξεις
Όντας κοντά, αλλά και τόσο μακριά την ίδια στιγμή από τους ανθρώπους του Νότου, βρίσκει και τις σωστές νότες, αλλά και τα σωστά λόγια για να αποδώσει την ιλαροτραγικότητα της βαθιάς Αμερικής των 1970s...
φωτογραφίες: Barry Schultz
Ο ένας Πρόεδρος κι ο άλλος «Βασιλιάς». Είναι σχεδόν αδύνατο να μην κοντοσταθείς μπροστά σε μία από τις πιο εμβληματικές φωτογραφίες του Elvis Presley, στην οποία δεν κουνάει τους γοφούς, αλλά δίνει τα χέρια με τον Richard Nixon –Πρόεδρο των Η.Π.Α. εν έτει 1970, όταν και τραβήχτηκε. Μια εικόνα γεμάτη πυκνά και αντίρροπα νοήματα: ένας Πρόεδρος, η πολιτική του οποίου δεν υπήρξε ακριβώς ευνοϊκή για τον αμερικανικό Νότο, κι ένα παιδί από τα βάθη του τελευταίου, που έγινε Βασιλιάς του ροκ εν ρολ για να επιβεβαιώσει (ή απλά να ενισχύσει την αυταπάτη) πως εδώ, δυνητικά, “Every Μan A King”· οπότε ένα απόγευμα μπορεί απλά να επισκέπτεται τον Λευκό Οίκο.
Οι ιστορίες δεν ολοκληρώνονται πάντα στα δύο-τρία λεπτά που διαρκεί κάθε κομμάτι. Ενίοτε, όμως, οι ήρωες βγαίνουν στη σκηνή για μια δεύτερη πράξη. Ο ανώνυμος εργάτης χαλυβουργείου αλλά και σύζυγος της Marie στο "Birmingham" («the greatest city in Alabam'»), είναι ο τυπικός redneck, ο οποίος το μόνο που έχει να εξιστορήσει είναι από πού κρατάει η σκούφια του, ευλογώντας τοπικιστικά τα γένια του. Γιατί, αν δεν παινέψεις το σπίτι σου (ακόμη κι αν πιθανότατα δεν έχεις βγει έξω από εκείνο, για να έχεις μέτρο σύγκρισης), θα πέσει να σε πλακώσει –ο Randy Newman φροντίζει και για τη θεατρική, honky tonk απόδοση αυτού.
Πίσω όμως από όλη αυτή την περηφάνια, τα πράγματα δεν είναι πάντα φωτεινά.
Τα πνευστά δίνουν τη θέση τους στα βιολιά στο “Marie” όπου πρωταγωνιστεί πάλι ο Johnny Cutler –παρ’ ολίγον μοναδικός ήρωας του δίσκου– πριν ο Newman εγκαταλείψει την ιδέα της μονοπρόσωπης concept αφήγησης. Εδώ, όσο κι αν η απαλότητα της μελωδίας και της φωνής προσπαθεί να πείσει για το αντίθετο, δεν ακούμε ένα γράμμα αγάπης σε μορφή μπαλάντας. Αντιθέτως, έχουμε ένα τραγικό ξέσπασμα, το οποίο μεταμορφώνεται στην αβάσταχτη εξομολόγηση ενός μεθυσμένου, που δεν έχει άλλη διέξοδο από το αλκοόλ. Μια τέτοια εναλλαγή διαθέσεων και η σχεδόν διασκόρπιση του «εγώ» μπορεί μέσα σε τέσσερις στίχους να διαβεί τρεις διαφορετικές συναισθηματικές καταστάσεις: την αγάπη ή έστω την ανάγκη της («You're a flower, you're a river you're a rainbow»), τις ενοχές («Sometimes I'm crazy but I guess you know / I'm weak and I'm lazy and I hurt you so»), συγχρόνως και τη σκληρότητα («And I don't listen to a word you say / And when you're in trouble I turn away»).
Οι ήρωες μπορούν εδώ να ζουν με αντιθέσεις: βουτηγμένος σε ψευδαισθήσεις, ο πρωταγωνιστής του “Back On My Feet Again” ζητά μεν βοήθεια από τον ψυχίατρό του (λίγο οξύμωρη βέβαια η επίσκεψη σε ψυχίατρο στον φτωχό αμερικανικό Νότο...), ανάμεσα σε ρατσιστικά ξεσπάσματα για τον νέγρο φίλο της αδερφής του, αλλά δεν μοιάζει να συμμορφώνεται: «Ain't no reason for me to stay». Δείτε το σαν μια μεταφορά, που επαναφέρει και πάλι την αίγλη του αμερικανικού ονείρου.
Στον δίσκο αυτόν, ο Randy Newman δεν γίνεται απλά ο αφηγητής μιας αθέατης Αμερικής, αλλά ο αγγελιοφόρος-σχολιαστής της. Όντας τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά από εκείνους τους ανθρώπους, ξέρει να τοποθετήσει τις σωστές λέξεις και νότες για να αποδώσει την ιλαροτραγικότητα της βαθιάς Αμερικής, καταδεικνύοντας ότι, τελικά, η δυνατότητα μιας υπέρμετρης ελευθερίας και μιας ανέλιξης που καταλήγει αυτοσκοπός, γίνονται η καταδίκη της αστερόεσσας.
Τα good old boys είναι ήρωες που κουβαλούν την τραγικότητά τους από τον Σαίξπηρ, τη βαφτίζουν στις σχεδόν ψυχαναλυτικές αφηγήσεις του William Faulkner και τη στραγγίζουν με μια ευέλικτη, σκωπτική τραγουδοποιία, η οποία κάνει το χιούμορ όπλο άμυνας και όχι επίθεσης. Ήρωες που ακόμη κι αν δεν γράφουν με μελάνι στα χέρια το “Love/Hate” του Robert Mitchum από το Night Of The Hunter (1955), το φέρουν μέσα τους. Κι όμως οι σφαίρες του Randy Newman περνούν ακριβώς ανάμεσα στις γροθιές αυτές, με μόνο σκοπό να τραυματίσουν λίγο από το ύφασμα της αμερικανικής σημαίας.